Στις 24 Νοεμβρίου 1992, η κα Frédérique Porretta, λογοτεχνικός πράκτορας της Ελένης Καζαντζάκη, μας έστειλε από το Παρίσι την παρακάτω επιστολή:
Είμαι ευτυχής που έρχομαι σε επαφή μαζί σας χάρη στην υπόδειξη του κ.Bernard Gestin.
Όπως θα σας έχει πει ο ίδιος, εργάζομαι ως λογοτεχνικός πράκτορας και είχα σοβαρές απογοητεύσεις από την κυρία Καζαντζάκη που μου είχε εμπιστευτεί την πρακτόρευση του έργου του Νίκου Καζαντζάκη, ενώ οι φάκελοι ήταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση ή δεν υπήρχαν καν. Δεν θα ήθελα να σας ενοχλήσω εκθέτοντας όλες τις πικρίες και τις απογοητεύσεις που μου στοίχισε αυτή η δέσμευση. Καθένας σε τούτη τη ζωή έχει να αντιμετωπίσει αργά ή γρήγορα τέτοιες καταστάσεις. Εντούτοις, εκείνο που είναι σκανδαλώδες σε όλη αυτή την ιστορία είναι η ζημιά που γίνεται στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, το οποίο δεν εκμεταλλεύονται καθόλου με επαγγελματικό τρόπο. Οι χαμένες ευκαιρίες πρέπει σήμερα να φτάνουν τις εκατοντάδες, διότι είναι αδύνατο να διαβιβάσουμε στην κυρία Ελένη Καζαντζάκη τις αιτήσεις που συνεχίζουν να φτάνουν, επειδή έχει διακόψει κάθε επικοινωνία. (Δηλαδή μεταβιβάζω τις αιτήσεις στη διεύθυνσή της στη Γενεύη και κανείς δεν λαμβάνει ποτέ καμία απάντηση: οι συστημένες επιστολές παραλαμβάνονται κανονικά αλλά μένουν χωρίς απάντηση). Υπάρχουν τόσοι άνθρωποι, εκδότες, παραγωγοί οπτικοακουστικών μέσων ή ραδιοφωνικών εκπομπών, θεατράνθρωποι, κινηματογραφιστές, οι οποίοι, την εποχή που άρχισα να βάζω κάποια τάξη στις εκδοτικές υποθέσεις του Νίκου Καζαντζάκη, ήταν ενθουσιασμένοι που είχαν βρει επιτέλους ένα συνομιλητή για να συζητήσουν για τις ιδέες τους και τα σχέδιά τους και οι οποίοι εξακολουθούν να απευθύνονται τακτικά σε εμένα, εντελώς απελπισμένοι, γιατί δεν ξέρουν πώς να επιτύχουν τις άδειες τις οποίες χρειάζονται. Και αυτά χωρίς να λογαριάσουμε όλα τα ποσά που δεν καταβάλλονται πλέον και που αντιστοιχούν σε συμβόλαια που ισχύουν ακόμη. Πρέπει κάθε φορά να παρακαλώ τους εκδότες για να πληρώσουν τα ποσά που χρωστούν και αν κανείς δεν τους τα ζητήσει…μένουν μέσα στα ταμεία τους. Ειδικά αυτή τη στιγμή έχω τη δυνατότητα να οργανώσω μία έκδοση τσέπης των απάντων του Καζαντζάκη που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα στα γαλλικά. Έχω πράγματι ακόμη αντίγραφα όλων των φακέλων και θα μπορούσα πολύ εύκολα να εξασφαλίσω τη συνέχεια αυτού του σχεδίου και να βεβαιωθώ ότι θα φτάσει σε αίσιο πέρας, αλλά σε ποιον να απευθυνθώ…
Δεν ξέρω τι δικαιώματα έχετε σε αυτή την τόσο θλιβερή υπόθεση, αλλά αν υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει και το οποίο θα επέτρεπε να ξεκαθαριστεί αυτή η τρελή κατάσταση, δεν θα πάψω ποτέ να ενδιαφέρομαι για να κάνω κάτι ή τουλάχιστον για να επιτρέψω να γίνει κάτι.
Οι ταλαιπωρίες του «Μεγαλέξαντρου», εδώ και τρία χρόνια, είναι αποκαλυπτικές της εσκεμμένης βούλησης να σαμποταριστεί η προώθηση του έργου του Νίκου Καζαντζάκη. Ιδού μία σύντομη περίληψη. Το 1991, με υπόδειξη της διευθύντριας των εκδόσεων Sorbier, έρχομαι σε επαφή με τις εκδόσεις Flammarion για το ενδεχόμενο της έκδοσης αυτής στη Γαλλία. Η απάντηση είναι αμέσως ευνοϊκή, με την επιφύλαξη της αποδοχής από την επιτροπή ανάγνωσης, και μου ζητούν να έλθουν πάλι σε επαφή με την κυρία Ελένη Καζαντζάκη ώστε να ετοιμαστεί ένα συμβόλαιο.Τηλεφωνώ στους “πληρεξούσιους”, κα και κο Σταύρου, οι οποίοι μου λένε ότι “δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα” και ότι πρόκειται να έλθουν πάλι σε επαφή μαζί μου για να μου το επιβεβαιώσουν. Σιωπή τριών μηνών. Τους τηλεφωνώ άλλη μια φορά. Ναι, υπάρχει ένα πρόβλημα: “η Ελένη δεν θυμάται” αν έδωσε την αποκλειστικότητα των δικαιωμάτων του “Μεγαλέξαντρου” σε έναν λογοτεχνικό πράκτορα, ας περιμένουμε να επανέλθει η μνήμη της. Νέα σιωπή τριών μηνών και νέο τηλεφώνημα εκ μέρους μου: η Ελένη, είναι βέβαιο, δεν θυμάται, παρά τις επίμονες προσπάθειες. Ο κύριος Σταύρου θα κάνει έρευνες στα αρχεία της Γενεύης. Αυτή η κωμωδία της ¨έρευνας” θα διαρκέσει πάνω από ένα χρόνο, διακοπτόμενη από την προβολή διαφόρων επιχειρημάτων σχετικά με την κατάσταση υγείας του ζεύγους, της Ελένης, με την κατάσταση στην Κύπρο κλπ., για να δικαιολογηθεί η αργοπορία. Στα τέλη του 1992, ύστερα από ένα από τα πάμπολλα τηλεφωνήματα εκ μέρους μου, μου λένε ότι “δεν υπάρχει πιθανώς πρόβλημα για τα δικαιώματα, ο Flammarion μπορεί να στείλει ένα συμβόλαιο». Γράφω με αυτή την έννοια στον Παρισινό εκδότη, ο οποίος εντωμεταξύ είχε αρχίσει, δικαίως, να ανυπομονεί και είχε αναγκαστεί να βγάλει από το πρόγραμμά του το βιβλίο. Και ξαφνικά, κανένα νέο από τον Flammarion. Σκέφτομαι ότι, κουρασμένος, παραιτήθηκε από την έκδοση αυτή. Αλλά όχι! Τον Νοέμβριο 1993, προς μεγάλη μου έκπληξη, λαμβάνω από αυτόν ένα είδος έκκλησης για βοήθεια: παρά την αποστολή επανειλημμένων επιστολών συνοδευόμενων από ένα συμβόλαιο για τους Σταύρου, δεν μπόρεσε ποτέ να επιτύχει μία απάντηση. Τηλεφωνώ ξανά στους «πληρεξούσιους», ισχυρίζονται ότι δεν έλαβαν τίποτα, πράγμα που δεν ευσταθεί καθόλου. Ζητώ από τον Flammarion να μου στείλει ένα αντίγραφο του συμβολαίου τους που θα τους το πάω εγώ ο ίδιος για να το υπογράψουν. Αυτό γίνεται μερικές ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Τους βλέπω τότε για πρώτη φορά. Θερμή υποδοχή, «καημένε κύριε Pierrat, αυτή η υπόθεση καθυστέρησε πολύ». Αλλά δεν υπογράφουν: πρέπει να μελετήσουν το συμβόλαιο! Επειδή διαμαρτυρήθηκα, για να με κάνει μάρτυρα της «καλής πίστης» του, ο κύριος Σταύρου τηλεφωνεί επί παρουσία μου στον Flammarion και παίρνει ραντεβού για τις αρχές Ιανουαρίου 1994. Θα πάει ο ίδιος να υπογράψει το συμβόλαιο επιτόπου. Βεβαίως, δύο μήνες αργότερα, το ραντεβού δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα, πέσανε και πάλι εμπόδια, και αυτή τη φορά το συμβόλαιο κρίνεται «ελάχιστα κανονικό» (ενώ πρόκειται για τυπικό συμβόλαιο που προβλέπεται από τη γαλλική νομοθεσία). Θα προσθέσω τέλος ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών, όπου ένας από τους τέσσερις μεγάλους Γάλλους εκδότες και ένας μεταφραστής έστειλαν τόσες πολλές επιστολές και έκαναν τόσα πολλά τηλεφωνήματα, οι Σταύρου ούτε μια φορά δεν απάντησαν γραπτώς ούτε τηλεφωνικώς…. Η τεχνική του τοίχου. Και όταν τους σπρώχνουμε στα χαρακώματά τους, κάνουν φαινομενικές παραχωρήσεις που ισοδυναμούν με παρελκυστικούς μακιαβελικούς χειρισμούς. Μου φαίνεται ότι η κοινή γνώμη και οι φίλοι του Καζαντζάκη θα έπρεπε να τεθούν σε συναγερμό για το άδικο που έτσι γίνεται στο έργο, γιατί η περίπτωσή μου δεν είναι ασφαλώς η μόνη.
(*) | Ήταν το σπίτι της Anne-Marie Grunder, στη Villette. |
(**) | Βρισκόμαστε στην κατοικία της, στη Γενεύη. Παρόντες: ο Πάτροκλος και η Μαίρη Σταύρου. |
(***) | Στο σπίτι της κας Μαίρης Σταύρου, Βούλα (Ελλάδα). |